σκιτσογράφος

σκιτσογράφος
ο, η, Ν
καλλιτέχνης που φιλοτεχνεί σκίτσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκίτσο + -γράφος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σκιτσογράφος, ο — η αυτός που κάνει σκίτσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά …   Dictionary of Greek

  • Αργυράκης, Μίνως — (Σμύρνη 1920 – Αθήνα 1998). Ζωγράφος, σκιτσογράφος και σκηνογράφος. Αυτοδίδακτος, παρουσίασε έργα του σε ατομικές και ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό (Νέα Υόρκη, Παρίσι, Μόσχα κ.α.). Ως σκιτσογράφος συνεργάστηκε με διάφορες… …   Dictionary of Greek

  • Δημητριάδης, Φωκίων — (Κωνσταντινούπολη 1894 – Αθήνα 1977). Σκιτσογράφος και γελοιογράφος. Δημοσίευσε τα πρώτα του σκίτσα το 1913 σε σατιρικά περιοδικά της Κωνσταντινούπολης και από το 1918 αφοσιώθηκε αποκλειστικά στη γελοιογραφία. Επί 60 ολόκληρα χρόνια σατίριζε την… …   Dictionary of Greek

  • ιχνογράφος — ὁ αυτός που ασχολείται με την ιχνογραφία, αυτός που ιχνογραφεί, σχεδιαστής, σκιτσογράφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴχνος + γράφος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στον Βασίλειο Λάκωνα] …   Dictionary of Greek

  • μονοπώλιο — Οικονομικός όρος που χαρακτηρίζει μια κατάσταση της αγοράς, όπου όλη η προσφορά ενός αγαθού ή μιας υπηρεσίας είναι συγκεντρωμένη στα χέρια ενός μόνο υποκειμένου, του μονοπωλητή. Για να χαρακτηριστεί μια αγορά ως μονοπωλιακή θα πρέπει η επιχείρηση …   Dictionary of Greek

  • Άουτκολτ, Ρίτσαρντ Φέλτον — (Richard Felton Outcault, Λάνκαστερ, Οχάιο 1863 – 1928). Αμερικανός δημοσιογράφος και σχεδιαστής κόμικς, ο θεωρούμενος πατέρας του κόμικ στριπ. Σπούδασε καλές τέχνες στο Παρίσι, ασχολήθηκε σχεδόν αποκλειστικά με τη δημοσιογραφία και πρώτος… …   Dictionary of Greek

  • Βάις, Πέτερ — (Peter Weiss, Βερολίνο 1916 – 1982). Γερμανός λογοτέχνης, θεατρικός συγγραφέας, σκηνοθέτης και ζωγράφος. Λόγω της εβραϊκής καταγωγής του, το 1934 υποχρεώθηκε να φύγει από τη ναζιστική Γερμανία και αφού πέρασε από την Αγγλία και την Πράγα (1936… …   Dictionary of Greek

  • Βώτης, Αντώνιος — (1890 – 1970). Θεατρικός συγγραφέας και σκιτσογράφος. Πρωτοεμφανίστηκε το 1912 με την επιθεώρηση Καρνέ του 1912. Ακολούθησαν πολλές επιθεωρήσεις του, είτε γραμμένες από τον ίδιο είτε σε συνεργασία με άλλους. Μεγάλη επιτυχία σημείωσαν Ο παπαγάλος… …   Dictionary of Greek

  • Δάβης, Δημήτριος — (Χανιά 1905 – Αθήνα 1973). Ζωγράφος. Φοίτησε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών και από το 1925 στην Ακαδημία του Μονάχου. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την προσωπογραφία και υπήρξε επίσης σκιτσογράφος και χαράκτης. Ήταν ιδρυτικό μέλος της ομάδας των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”